- άσπονδος
- -η, -ο (AM ἄσπονδος, -ον) [σπονδή]αυτός που δεν δέχεται σπονδές, που δεν δέχεται συνδιαλλαγή, ο αδιάλλακτος, ο σκληρός («άσπονδος εχθρός», «άσπονδο μίσος», «ἀσπόνδους ἔχθρας», «άσπονδη εχθρότητα)νεοελλ.φρ. «άσπονδοι φίλοι» — για ανθρώπους που μισούνται αναμεταξύ τους αλλά φέρονται με υποκριτική φιλίααρχ.1. (για θεό) εκείνος στον οποίο δεν γίνεται σπονδή, δηλ. ο θάνατος2. αυτός που γίνεται χωρίς σπονδές, χωρίς επίσημη συμφωνία επικυρωμένη με σπονδή3. το ουδ. ως ουσ. η ουδετερότητα.
Dictionary of Greek. 2013.